- λογοκρατία
- ηρασιοναλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλογοκρατία — η όρος με τον οποίο αποδόθηκε ο διεθνής όρος ιρασιοναλισμός. Αντ’ αυτού βλέπε το ορθότερο «ανορθολογισμός» που χρησιμοποιείται στα Ελληνικά ως απόδοση τού διεθνούς όρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλογοκρατία πλάστηκε από τo α ατερητ. + λογοκρατία*] … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek